- αἰολόπεπλος
- αἰολό-πεπλος, ον,A with spangled robe, Nonn.D. 7.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιολόπεπλος — αἰολόπεπλος, ον (Μ) αυτή που φοράει κεντημένο, πολύχρωμο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πέπλος] … Dictionary of Greek
αἰολόπεπλος — with spangled robe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek